Tης Σοφίας Λαμπίκη
Δεν θα γράψω για όλους τους Έλληνες. Δε με νοιάζουν αυτοί που ήρεμα περνούν τη ζωή τους μέσα στο βόθρο σα τους χοίρους μασουλώντας τα σκατά που τους πετά ο χοιροτρόφος και τώρα σκούζουν αφού έφτασε η ώρα της σφαγής τους.
Αυτοί που βολεύτηκαν σε μια θεσούλα πατώντας επί πτωμάτων αξιότερων απ΄αυτούς, για ένα μισθό, για μια αδειανή ζωή.
Ούτε εκείνοι με νοιάζουν που απλώσανε τα ποδάρια τους δανειζόμενοι για να ζήσουν τη Ντόλτσε Βίτα που τους έταξε ο καπιταλισμός και τώρα κλαίνε γιατί κατάλαβαν ότι λέτσοι ήτανε πάντα, έσβησε το λούστρο των καγιέν και της Αράχωβας.
Πεντάρα δεν δίνω για τους ανευαίσθητους, τους αμόρφωτους της ζωής που χρόνια λοιδωρούν ως προδοκουλτουριάρηδες και γραφικούς εμάς τους λίγους που δακρύζουμε με ένα στίχο, με μια εικόνα , με μια μελωδία.
Στην Κόλαση οι θρησκόληπτοι, οι δήθεν ευρωπαίοι του ξεματιάσματος και του φυλαχτού δεμένου στο βρακοζώνι τους.
Οι Άγιοι και φιλάνθρωποι που μίσος έχουν στην καρδιά τους για τους Ξένους,τους Διαφορετικούς ας ψοφήσουν στη φυλακή τους τώρα που έγιναν οι ίδιοι ξένοι.
Ούτε οι πατριωταράδες με νοιάζουν, εκείνοι που αλυχτούν ΕΛΛΑΔΑ αλλά δεν θεωρούν πατρίδα τους τα βουνά, τη θάλασσα, τα δάση, τα ζώα που πάνω της βρίσκονται και τα ξεσκίζουν για ένα ευρώ ή για την πλάκα τους.
Στ΄ανάθεμα να πάνε όλοι τους αυτοί οι παραπάνω, κι ας είναι πολλοί κι ας είναι πάνω απ΄ τους μισούς Έλληνες.
Εμένα με νοιάζουν οι Φίλοι.
Οι άνθρωποι, οι λίγοι, οι βασανισμένοι, οι μοναχικοί, που κατάλαβαν από χρόνια τί παίζει, που επέλεξαν τη δυσβάσταχτη Γνώση και Συνείδηση απ΄το κοινωνικό χαμούρεμα και τη μάσα.
Φίλοι μου είναι όλοι αυτοί που ζώντας με λίγα, τόσα όσα είχαν ανάγκη για να ζήσουν κερδίζοντας το Χαμένο Χρόνο, μίλησαν από χρόνια. Φώναξαν, ούρλιαξαν, Συναγερμός, φώναζαν. Σκάστε τους απαντήσαν.
Και τραβήχτηκαν στο πλάι της άθλιας κοινωνίας μας, λάθε βιώσαντες,αναχωρητές των Πωλήσεων και των Αγορών, δίνοντας τον μικρό τους αγώνα εκεί που πατούσε το ποδάρι τους.
Αγώνα άνισο για το Περιβάλλον, για τα Ζώα, για την Ανθρωπιά, για τον Ξένο και τον Αποδιωγμένο, για την Ευαισθησία, δικαίωμα κι ανάγκη κάθε ανθρώπινης ψυχής, για τον τόπο τους που είναι κομμάτι όλου του πλανήτη και σπίτι για όλα τα πλάσματα του κόσμου.
Αυτοί κρατάνε χρόνια σκοπιά. Αυτοί είναι το αλάτι της γης.
Εμείς είμαστε οι βιγλάτορες.... κι οι μαχητές.
Οι έντιμοι, οι αδιαπραγμάτευτοι στις αρχές μας, οι έτοιμοι από καιρό.
Μάχη δίνουμε χρόνια, σαν τις γάτες του Άη Νικόλα του Σεφέρη, με τα φίδια για να κρατήσουμε το πόστο μας, το λόφο μας, το χαράκωμα μας, αυτό τον κόσμο το μικρό, το Μέγα.
Μέγα το βάρος και μεγαλύτερο το δηλητήριο των φιδιών.
Κουραστήκαμε, γύρανε οι ώμοι, κομμάτια η καρδιά μας αλλά ακόμα εκεί.
Τραβάει η διελκυνστίδα του Κτήνους απ΄την άλλη μεριά να μας πάρει και μας εκεί που χουν στιβαχτεί τα υπόλοιπα πρόβατα και χοίροι έτοιμοι για τη σφαγή με κάτι κλαψουρίσματα για αντίδραση.
Κουραστήκαμε και κερδίζει το Θηρίο.
Κουράγιο αδέλφια.
Τώρα, τούτη την ύστατη στιγμή, μόνο εμείς μπορούμε να παλέψουμε το Τέρας.
Στηρίξτε ο ένας τον άλλον. Μην τον αφήνετε μόνο. Δώστε δύναμη απ΄το υστέρημα της καρδιάς σας. Αγκαλιαστείτε και ετοιμαστείτε.
Τελειώνουμε σε λίγο.
Γελάστε στη μούρη του εχθρού και φτύστε τους στα μούτρα.
Αγάντα.
Σοφία Λαμπίκη
Γιῶργος Σεφέρης - Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα
Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός,
οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ.
«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη
λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στὸν παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός.
Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε
κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι-
μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια.
Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας,
- σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ -
ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ
πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου
καὶ φαρμακερά.
Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια
κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ
τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν.
Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα
καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα
ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη
χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι.
Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος
χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!
Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα
τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
Πηγή
ATTIKA NEA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου