Το 1990, ανάμεσα στις εικόνες των πολύχρωμων πανηγυρισμών νεαρών γερμανών επί των ερειπίων του τείχους, για την επανένωση της χώρας τους, ήρθε και μια μικρή είδηση που πέρασε, τότε, απαρατήρητη: Η Γερμανία θα προχωρούσε σε μια ειδική έκδοση ομολόγων, με τα οποία θα εξοφλούσε ένα μέρος του προπολεμικού γερμανικού χρέους.
Ελάχιστοι πρόσεξαν την είδηση κι ακόμη λιγότεροι αναρωτήθηκαν γιατί η Γερμανία θα εξοφλούσε προπολεμικά χρέη της, με 50 χρόνια καθυστέρηση. Αλλά το ερώτημα αποκτά τώρα, ενόψει των συζητήσεων για την αντιμετώπιση του ευρωπαϊκού χρέους, μεγάλο ενδιαφέρον.
Για να βρούμε την εξήγηση του μυστηρίου του γερμανικού ομολόγου, πρέπει να επιστρέψουμε πίσω στο χρόνο. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1953, όταν η διάσκεψη του Λονδίνου για το εξωτερικό χρέος της Γερμανίας ολοκλήρωσε τις εργασίες της με μια ιστορική (αν και ξεχασμένη πια) συμφωνία. Με τη συμφωνία αυτή, οι δανειστές της (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) προσέφεραν στη Γερμανία αυτό που σήμερα ζητούν από την ίδια οι χρεωμένες χώρες της ευρωζώνης (ανάμεσά τους, και πάλι, η Ελλάδα): Επιμήκυνση αποπληρωμής, μείωση επιτοκίου και «κούρεμα» χρέους!
Οι τότε δανειστές της Γερμανίας (ανάμεσά τους, επαναλαμβάνω, και η Ελλάδα) προσπάθησαν να δώσουν μια φωτισμένη λύση στο πρόβλημα του χρέους της κατεστραμμένης από τον πόλεμο και καταχρεωμένης Γερμανίας. Βάση της λύσης ήταν η παραδοχή πως «το ύψος της εξυπηρέτησης του χρέους δεν πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να θέτει σε κίνδυνο, άμεσα μεν την ευημερία των πολιτών της χώρας, μακροπρόθεσμα δε την ανοικοδόμηση της οικονομίας της».
Ένας Γερμανός τραπεζίτης, ο πολύς Χέρμαν Αμπς, παλαιός συνεργάτης των Ναζί, εκλήθη από τους πιστωτές να προσδιορίσει το ύψος των τοκοχρεολυσίων που η (δυτική) Γερμανία θα μπορούσε ακινδύνως να καταβάλει. Και βάσει αυτού του υπολογισμού, το προπολεμικό αλλά και το μεταπολεμικό γερμανικό χρέος «κουρεύτηκε» κατά τουλάχιτον 50% (για την ακρίβεια, από τα 30 περίπου δις μάρκα του χρέους του, το γερμανικό δημόσιο περιόριζε τις υποχρεώσεις στα 11 μόνον δις και άλλα 3,5 δις θα καταβάλονταν από εμπορικές γερμανικές τράπεζες).
Επιπλέον, το προπολεμικό επιτόκιο των δανείων (για τα οποία ο Χίτλερ είχε κάνει στάση πληρωμών) μηδενιζόταν, δόθηκε στη χώρα μια πενταετής περίοδος στην οποία θα πλήρωνε μόνον τόκους και για ένα μέρος του χρέους συμφωνήθηκε η εξόφλησή του να αναβληθεί μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών- πράγμα που εξηγεί και τα ομόλογα του 1990.
Ήταν μια δίκαιη σύμφωνία, που επέτρεψε στην Γερμανία να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και κοινωνικά, χωρίς τον βραχνά του παλιού της χρέους, και να αποπληρώσει το χρέος αυτό, εύκολα, όταν η χώρα είχε ήδη ανακάμψει και παρουσίαζε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα.
Θα ήταν παράλογο και άτοπο να συγκρίνει, βέβαια, κανείς τις μεταπολεμικές συνθήκες στην Ευρώπη με τις σημερινές ή τα προπολεμικά γερμανικά χρέη με τα σημερινά ελληνικά χρέη. Αλλά, πολιτικά και ηθικά, καλό θα ήταν να υπενθύμιζε κάποιος τη συμφωνία του 1953 στην ξαναμμένη, από την λαϊκίστικη προπαγάνδα της «Bild», γερμανική κοινή γνώμη.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου